leiten
Μετάβαση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Δ Φ Α : /ˈlaɪ̯tn̩/- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : lei‐ten
Ρήμα
[επεξεργασία]leiten (de) (αόριστος leitete, μετοχή παρακειμένου geleitet)
leiten (de) (αόριστος leitete, μετοχή παρακειμένου geleitet)