leurre

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
leurre leurres

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

leurre (fr) αρσενικό

  • (γがんまιいおたαあるふぁ αντικείμενα, πράξεις) απάτη