loathe

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
ενεστώτας loathe
γ΄ ενικό ενεστώτα loathes
αόριστος loathed
παθητική μετοχή loathed
ενεργητική μετοχή loathing

loathe (en) (όχι σしぐまτたうαあるふぁ continuous tenses)

  • σιχαίνομαι, απεχθάνομαι
    I loathe the smell of garlic/driving.
    Σιχαίνομαι τたうηいーた μυρωδιά τたうοおみくろんυうぷしろん σκόρδου/νにゅーαあるふぁ οδηγώ.
    I don’t like the deceit, but I loathe the hypocrisy.
    Δでるたεいぷしろん μみゅーοおみくろんυうぷしろん αρέσει τたうοおみくろん ψέμα, αλλά τたうηいーたνにゅー υποκρισία τたうηいーたνにゅー απεχθάνομαι.
     συνώνυμα: → δείτε τたうηいーた λέξη hate

Συγγενικά

[επεξεργασία]