lop

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
Δείτε επίσης: Lop

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lop (oc) αρσενικό