maille
Μετάβαση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
maille | mailles |
maille (fr) θηλυκό
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ μαγιό - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (
Β ' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.