maniere

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
Δείτε επίσης: manière, maniéré
      ενικός         πληθυντικός  
maniere manieres

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

maniere (fr) θηλυκό