mantra

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
mantra mantras

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mantra (en)



      ενικός         πληθυντικός  
mantra mantras

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mantra (fr) αρσενικό

  1. (θρησκεία) μάντρα
    • επανάληψη ιερών λόγων
    • (μεταφορικά) τたうοおみくろん νにゅーαあるふぁ επαναλαμβάνει κάποιος συνεχώς τたうοおみくろん ίδιο (αρνητική σημασία)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mantra (pl)

  1. μάντρα