mantra
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
mantra | mantras |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]mantra (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
mantra | mantras |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]mantra (fr) αρσενικό
- (θρησκεία) μάντρα
- επανάληψη ιερών λόγων
- (μεταφορικά)
τ ο ν α επαναλαμβάνει κάποιος συνεχώςτ ο ίδιο (αρνητική σημασία)
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]mantra (pl)