marble

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

marble (en)

  1. τたうοおみくろん μάρμαρο
  2. γυάλινη μπίλια συνήθως χρωματιστή, βώλος