marry

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
ενεστώτας marry
γ΄ ενικό ενεστώτα marries
αόριστος married
παθητική μετοχή married
ενεργητική μετοχή marrying

marry (en)

  • (μεταβατικό κかっぱαあるふぁιいおた αμετάβατο) παντρεύω, παντρεύομαι
    I never thought she would marry him!
    Ποτέ δでるたεいぷしろん φαντάστηκα ότι θしーたαあるふぁ τたうοおみくろんνにゅー παντρευόταν!
    He married later in life.
    Παντρεύτηκε μεγάλος.