mat
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
mat | mats |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]mat (en)
Σύνθετα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press.
σ ε λ . 958. ISBN 9780194325684., λήμμα: χαλάκι
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]mat (fr) αρσενικό
τ ο μ α τ
Νορβηγικά (no)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]mat (no)
τ ο φαγητό
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]mat (pl) αρσενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Σουηδικά (sv)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]mat (sv)
τ ο φαγητό
Κατηγορίες:
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Νορβηγική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νορβηγικά)
- Λήμματα
μ ε ήχοσ τ η ν προφορά (πολωνικά) - Πολωνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (πολωνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (πολωνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (πολωνικά)
- Λήμματα
μ ε ήχοσ τ η ν προφορά (σουηδικά) - Σουηδική γλώσσα
- Ουσιαστικά (σουηδικά)