meneur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
meneur meneurs

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

meneur (fr) αρσενικό