meneur
Μετάβαση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
meneur | meneurs |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]meneur (fr) αρσενικό
- αυτός
π ο υ ηγείται,ο ηγέτης,ο πρωτοστάτης, o πρωταίτιος
ενικός | πληθυντικός |
meneur | meneurs |
meneur (fr) αρσενικό