mentor
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]mentor (en)
- μέντορας, πνευματικός καθοδηγητής ή σύμβουλος κάποιου νεότερου
Ρήμα
[επεξεργασία]mentor (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
mentor | mentors |
mentor (fr) αρσενικό
ο μέντορας