mere

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
παραθετικά
θετικός mere
συγκριτικός
υπερθετικός merest

Επίθετο

[επεξεργασία]

mere (en) (μόνο πぱいρろーιいおたνにゅー από τたうοおみくろん ουσιαστικό)

  1. απλός, μόνος, δでるたεいぷしろんνにゅー…παρά μόνο, χρησιμοποιείται όταν θέλει νにゅーαあるふぁ τονίσει πόσο μικρό, ασήμαντο κかっぱτたうλらむだ. είναι κάποιος ή κάτι
    It’s a mere coincidence.
    Είναι απλή σύμπτωση.
    He is a mere worker.
    Είναι απλός εργάτης.
    A mere word will do.
    Μみゅーιいおたαあるふぁ μόνη λέξη αρκεί.
    There was a mere chance.
    Δでるたεいぷしろんνにゅー ήταν παρά μόνο τύχη.
  2. κかっぱαあるふぁιいおた μόνο πぱいοおみくろんυうぷしろん, χρησιμοποιείται γがんまιいおたαあるふぁ νにゅーαあるふぁ δηλώσει ότι τたうοおみくろん γεγονός ότι ένα συγκεκριμένο πράγμα είναι παρόν σしぐまεいぷしろん μみゅーιいおたαあるふぁ κατάσταση είναι αρκετό γがんまιいおたαあるふぁ νにゅーαあるふぁ επηρεάσει αυτή τたうηいーたνにゅー κατάσταση
    The mere thought of it makes me shudder.
    Κかっぱαあるふぁιいおた μόνο πぱいοおみくろんυうぷしろん τたうοおみくろん σκέφτομαι ανατριχιάζω.

Σύνθετα

[επεξεργασία]