mid

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

mid (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. σしぐまτたうηいーた μέση τたうοおみくろんυうぷしろん κάτι
    ⮡  in mid-summer - σしぐまτたうηいーた μέση τたうοおみくろんυうぷしろん καλοκαιριού
    ⮡  since the mid-nineties - από τたうαあるふぁ μέσα της δεκαετίας τたうοおみくろんυうぷしろん ενενήντα
     συνώνυμα: middle
  2. (αργκό) παρακατιανός
    ⮡  a mid lawyer - παρακατιανός δικηγόρος
     συνώνυμα: → δείτε τたうηいーた λέξη mediocre