mina

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική mina miny
γενική miny min
δοτική minie minom
αιτιατική minę miny
οργανική miną minami
τοπική minie minach
κλητική mino miny

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /ˈmʲĩna/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mina (pl) θηλυκό

  1. ηいーた γκριμάτσα, οおみくろん μορφασμός
  2. τたうοおみくろん ύφος, ηいーた έκφραση τたうοおみくろんυうぷしろん προσώπου
  3. ηいーた νάρκη (εκρηκτικός μηχανισμός)