moeda

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
moeda moedas

moeda (pt) θηλυκό

  1. τたうοおみくろん νόμισμα
  2. (σしぐまτたうοおみくろんνにゅー πληθυντικό) τたうαあるふぁ ψιλά