molder

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
molder molders

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
molder < mold + -er

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

molder (en)