moment

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
Δείτε επίσης: Moment
      ενικός         πληθυντικός  
moment moments

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

moment (en)

  1. ηいーた στιγμή, μみゅーιいおたαあるふぁ συγκεκριμένη στιγμή σしぐまτたうηいーた ζωή κάποιου, ή κατά τたうηいーた διάρκεια ενός γεγονότος ή της εξέλιξης κάτι
    He stood by her as a loyal partner in all the difficult moments.
    Της στάθηκε πιστός σύντροφος σしぐまεいぷしろん όλες τις δύσκολες στιγμές.
  2. (μηχανική) ηいーた ροπή

Εκφράσεις

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
moment moments

moment (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]


Εκφράσεις

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

moment (pl) αρσενικό

  1. ηいーた στιγμή

Συγγενικά

[επεξεργασία]