mousseline

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mousseline (fr) θηλυκό

  1. μουσελίνα



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mousseline (it)

  1. μουσελίνα
  2. (γαστρονομία) φαγητό, από ωμό κρέας ή ψάρι μみゅーεいぷしろん κρέμα γάλακτος κかっぱαあるふぁιいおた τたうαあるふぁ ασπράδια αυγών