muscle

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
muscle muscles

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

muscle (en)

  • (μετρήσιμο κかっぱαあるふぁιいおた μみゅーηいーた μετρήσιμο) οおみくろん μυς
    the heart muscles - οおみくろんιいおた μύες της καρδιάς
    muscle contraction/relaxation - συστολή/χαλάρωση τたうωおめがνにゅー μυών
    I have muscle, I am brawny and strong.
    Έχω μυς, είμαι γεροδεμένος κかっぱαあるふぁιいおた δυνατός.
    She has a body so fit, that all the muscles can be seen.
    Έχει σώμα τόσο γυμνασμένο, ώστε νにゅーαあるふぁ διακρίνονται όλοι οおみくろんιいおた μύες.

Σύνθετα

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]

muscle λατινική musculus

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /myskl/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
muscle muscles

muscle (fr)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]