musical

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
musical < music + -al

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός musical
συγκριτικός more musical
υπερθετικός most musical

musical (en)

  1. μουσικός, πぱいοおみくろんυうぷしろん σχετίζεται μみゅーεいぷしろん τたうηいーた μουσική
    musical instruments - μουσικά όργανα
  2. καταλαβαίνω ή μみゅーοおみくろんυうぷしろん αρέσει ηいーた μουσική
    He is not musical.
    Δでるたεいぷしろんνにゅー καταλαβαίνει από μουσική./Δでるたεいぷしろんνにゅー τたうοおみくろんυうぷしろん αρέσει ηいーた μουσική.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
musical musicals

musical (en)

  • τたうοおみくろん μιούζικαλ
    I am playing the lead in a musical.
    Παίζω τたうοおみくろんνにゅー ρόλο πρωταγωνιστή σしぐま' ένα μιούζικαλ.



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

musical (fr) αρσενικό



ενικός πληθυντικός
musical musicales

Επίθετο

[επεξεργασία]

musical (es) αρσενικό ή θηλυκό