napój

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

napój (pl)

  1. ποτό

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

napój (pl)

  1. napoić σしぐまτたうοおみくろん δεύτερο ενικό πρόσωπο της προστακτικής: πιες