noise

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
noise noises

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

noise (en)

  1. (μετρήσιμο κかっぱαあるふぁιいおた μみゅーηいーた μετρήσιμο) οおみくろん θόρυβος, ένας ήχος ειδικά όταν είναι δυνατός, δυσάρεστος ή τρομακτικός
    street noises - θόρυβοι τたうοおみくろんυうぷしろん δρόμου
    Don’t make so much noise!
    Μみゅーηいーたνにゅー κάνεις τόσο θόρυβο!
    There is a lot of noise in your office.
    Έχει πολύ θόρυβο τたうοおみくろん γραφείο σしぐまοおみくろんυうぷしろん.
  2. (μみゅーηいーた μετρήσιμο) θόρυβος, παράσιτα (διαταραχή σしぐまτたうηいーた λήψη ενός σήματος)

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]