nokto
Μετάβαση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nokto | noktoj |
αιτιατική | nokton | noktojn |
nokto (eo)
η νύχτα
Ίντο (io)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]nokto (io)
η νύχτα