obchod

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

obchod (sk) αρσενικό

  1. τたうοおみくろん μαγαζί, τたうοおみくろん κατάστημα



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

obchod (cs) αρσενικό

  1. τたうοおみくろん μαγαζί, τたうοおみくろん κατάστημα