occur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
ενεστώτας occur
γ΄ ενικό ενεστώτα occurs
αόριστος occurred
παθητική μετοχή occurred
ενεργητική μετοχή occurring

occur (en) (επίσημο)

  1. (αμετάβατο) συμβαίνει
    When did the accident occur?
    Πότε συνέβη τたうοおみくろん ατύχημα;
     συνώνυμα: → δείτε τたうηいーた λέξη happen
  2. βρίσκομαι, εμφανίζομαι, απαντώ, υπάρχω
    Mental illness can occur at any age.
    Ηいーた ψυχική ασθένεια μπορεί νにゅーαあるふぁ εμφανιστεί σしぐまεいぷしろん οποιαδήποτε ηλικία.
     συνώνυμα: → δείτε τたうηいーた λέξη exist

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]