odds
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]odds (en) μόνο
- (συνήθως the odds)
η πιθανότητα,ο βαθμόςσ τ ο ν οποίο είναι πιθανόν α συμβεί κάτι- ↪ The odds are in our favor/against us.
Ο ι πιθανότητες είναι υπέρ/εναντίον μας.
- ↪ The odds are we win.
Η πιθανότητα είναι ότιθ α κερδίσουμε.
- ↪ What are the odds?
Τ ι πιθανότητες υπάρχουν;
- ↪ The odds are in our favor/against us.
η πιθανότητα,η δύναμη, κάτιπ ο υ κάνειν α φαίνεται αδύνατον α γίνει ήν α επιτευχθεί κάτι- ↪ I am fight against heavy odds.
- Αγωνίζομαι εναντίον πολύ υπέρτερων δυνάμεων.
γ ι α στοίχημα,η σύνδεση μεταξύ δύο αριθμώνπ ο υ δείχνει πόσα χρήματαθ α λάβει κάποιος εάν κερδίσει ένα στοίχημα- ↪ The odds are ten to one.
Τ ο στοίχημα είναι δέκα προς ένα.
- ↪ I’ll put/lay odds at 20 to 1 that…
Θ α στοιχηματίσω 20 προς 1 ότι…
- ↪ long/short odds - μεγάλη/μικρή διαφορά
σ ε στοίχημα
- ↪ The odds are ten to one.
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- odds - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press.
σ ε λ . 703-704. ISBN 9780194325684., λήμμα: πιθανότητα