opere
Μετάβαση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]opere (it) θηλυκό
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]opere (la)
- opus,
σ τ η ν αφαιρετικήτ ο υ ενικού
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]opere (ro) θηλυκό
- ονομαστική
κ α ι αιτιατική πληθυντικούτ ο υ operă