organ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

organ (en)

  1. τたうοおみくろん όργανο τたうοおみくろんυうぷしろん σώματος
  2. τたうοおみくろん (εκκλησιαστικό) όργανο