outono
Μετάβαση
Γαλικιανά (gl)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]outono (pt) αρσενικό
τ ο φθινόπωρο
Σημειώσεις
[επεξεργασία]Σ τ α γαλικιανά,ο ι εποχές γράφονται συνήθωςμ ε μικρό αρχικό.
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]primavera, verán, outono, inverno
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]outono (pt) αρσενικό
τ ο φθινόπωρο
Σημειώσεις
[επεξεργασία]Σ τ α πορτογαλικά,ο ι εποχές γράφονται συνήθωςμ ε μικρό αρχικό.