państwo
Μετάβαση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]państwo (pl) ουδέτερο
τ ο κράτος- państwo w państwie - κράτος
ε ν κράτει
- państwo w państwie - κράτος
- ομάδα ατόμων
σ τ η ν οποία υπάρχουνκ α ι άντρεςκ α ι γυναίκεςκ α ι προσφώνηση ευγενείαςγ ι α τέτοια ομάδα τ ο παντρεμένο ζευγάρι,τ ο ανδρόγυνοτ α αφεντικά,ο ι κύριοι (όταν αναφέρεταισ ε αντρόγυνο)