państwo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

państwo (pl) ουδέτερο

  1. τたうοおみくろん κράτος
    państwo w państwie - κράτος εいぷしろんνにゅー κράτει
  2. ομάδα ατόμων σしぐまτたうηいーたνにゅー οποία υπάρχουν κかっぱαあるふぁιいおた άντρες κかっぱαあるふぁιいおた γυναίκες κかっぱαあるふぁιいおた προσφώνηση ευγενείας γがんまιいおたαあるふぁ τέτοια ομάδα
    państwo mogą zobaczyć na lewo architekturę starożytnej Grecji - μπορείτε νにゅーαあるふぁ δείτε σしぐまτたうαあるふぁ αριστερά τたうηいーたνにゅー αρχιτεκτονική της αρχαίας Ελλάδας
    szanowne państwo - αξιότιμοι κυρίες κかっぱαあるふぁιいおた κύριοι
  3. τたうοおみくろん παντρεμένο ζευγάρι, τたうοおみくろん ανδρόγυνο
  4. τたうαあるふぁ αφεντικά, οおみくろんιいおた κύριοι (όταν αναφέρεται σしぐまεいぷしろん αντρόγυνο)

Συγγενικά

[επεξεργασία]