parpaing

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
parpaing parpaings

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

parpaing (fr) αρσενικό