pave

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
ενεστώτας pave
γ΄ ενικό ενεστώτα paves
αόριστος paved
παθητική μετοχή paved
ενεργητική μετοχή paving

pave (en)

  • στρώνω
    They paved the street with asphalt.
    Έστρωσαν τたうοおみくろん δρόμο μみゅーεいぷしろん άσφαλτο.
     συνώνυμα: surface → κかっぱαあるふぁιいおた δείτε τたうηいーた λέξη cover