pays

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pays (fr) αρσενικό

  • ηいーた χώρα, τたうοおみくろん κράτος
    Les pays de l'Union Européenne : τたうαあるふぁ κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
  • ηいーた περιοχή
    De quel pays viens-tu ? : από ποιά περιοχή είσαι ; (επίσης : από ποιά χώρα ;)