persona

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
persona < person + -a

Επίθετο

[επεξεργασία]
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική persona personaj
αιτιατική personan personajn

persona (eo)

laŭ mia persona opinio.., κατά τたうηいーたνにゅー προσωπική μみゅーοおみくろんυうぷしろん άποψη..