physical

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /ˈfɪzɪkəl/ (βρετανικό) (ΗいーたΠぱいΑあるふぁ)
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

physical (en)

  • γενική παθολογική εξέταση υγιούς ή ασθενούς ατόμου

Επίθετο

[επεξεργασία]

physical (en)

  1. φυσικός
    1. πぱいοおみくろんυうぷしろん σχετίζεται μみゅーεいぷしろん τたうηいーた φυσική
    2. (πληροφορική) πぱいοおみくろんυうぷしろん δでるたεいぷしろんνにゅー είναι εικονικός, πぱいοおみくろんυうぷしろん αναφέρεται σしぐまτたうοおみくろん υλικό (hardware)
  2. σωματικός
    1. πぱいοおみくろんυうぷしろん σχετίζεται μみゅーεいぷしろん τたうοおみくろん σώμα
    2. πぱいοおみくろんυうぷしろん σχετίζεται μみゅーεいぷしろん τたうηいーた χρήση σωματικής δύναμης

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]