pico-

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
pico- < ισπανικό pico (= μικρό ποσό, κυριολεκτικά άκρη, μύτη)

Πρόθημα

[επεξεργασία]

pico-



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /pi.ko/

Πρόθημα

[επεξεργασία]

pico- (fr)

  • δείτε παραπάνω
picofarad, picoseconde