piercing

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
piercing < pierce

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός piercing
συγκριτικός more piercing
υπερθετικός most piercing

piercing (en)

piercing cold, piercing scream

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
piercing piercings

piercing (en)

  1. τたうοおみくろん τρύπημα
  2. ηいーた τρύπα πぱいοおみくろんυうぷしろん πραγματοποιείται σしぐまτたうοおみくろん ανθρώπινο σώμα μみゅーεいぷしろん σκοπό νにゅーαあるふぁ τοποθετηθεί κάποιο κόσμημα

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

piercing (en)