pila

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pila (es)



Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

pila (la) ουδέτερο



Ετυμολογία

[επεξεργασία]

pila < πρωτοσλαβική λέξη pila

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pila (hr) θηλυκό

  1. τたうοおみくろん πριόνι



Ετυμολογία

[επεξεργασία]

pila < πρωτοσλαβική λέξη pila

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pila (cs) θηλυκό

  1. τたうοおみくろん πριόνι



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pila (fi)