pillar

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
pillar pillars

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pillar (en)

  1. (αρχιτεκτονική) ηいーた κολόνα, οおみくろん κίονας, ηいーた στήλη, οおみくろん στύλος
    the pillars of the Parthenon - οおみくろんιいおた κολόνες/στήλες τたうοおみくろんυうぷしろん Παρθενώνα
    the pillars of a temple - οおみくろんιいおた στύλοι ενός ναού
  2. ηいーた στήλη, μみゅーιいおたαあるふぁ μάζα από κάτι πぱいοおみくろんυうぷしろん έχει σχήμα στήλης
    a pillar of smoke/fire - μみゅーιいおたαあるふぁ στήλη καπνού/φωτιάς
  3. ηいーた κολόνα, οおみくろん στύλος, ένα σημαντικό μέλος σしぐまεいぷしろん κάτι
    Her father is the pillar of their family.
    Οおみくろん πατέρας της είναι ηいーた κολόνα/οおみくろん στύλος της οικογένειας τους.
  4. οおみくろん στύλος, ένα βασικό μέρος ή χαρακτηριστικό ενός συστήματος, οργάνωσης, πεποιθήσεων κかっぱτたうλらむだ.
    one of the pillars of the church - ένας από τους στύλους της εκκλησίας