plan

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
plan < (άμεσο δάνειο) γαλλική plan < λατινική planus

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /plæn/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
plan plans

plan (en)

  1. τたうοおみくろん σχέδιο, κάτι πぱいοおみくろんυうぷしろん σκοπεύω νにゅーαあるふぁ κάνω ή νにゅーαあるふぁ πετύχω
    What are your plans for the summer?
    Πぱいοおみくろんιいおたαあるふぁ είναι τたうαあるふぁ σχέδια σしぐまοおみくろんυうぷしろん γがんまιいおたαあるふぁ τたうοおみくろん καλοκαίρι;
    I don’t have set plans.
    Δでるたεいぷしろんνにゅー έχω καθορισμένα σχέδια.
    All his plans fell through.
    Όλα τたうοおみくろんυうぷしろん τたうαあるふぁ σχέδια απότυχαν.
  2. τたうοおみくろん σχέδιο, ένα σύνολο πραγμάτων πぱいοおみくろんυうぷしろん πρέπει νにゅーαあるふぁ κάνω γがんまιいおたαあるふぁ νにゅーαあるふぁ πετύχω κάτι, ειδικά αυτό πぱいοおみくろんυうぷしろん έχει εξεταστεί εいぷしろんκかっぱ τたうωおめがνにゅー προτέρων λεπτομερώς
    I must stay up tonight in order to finish these plans.
    Πρέπει νにゅーαあるふぁ ξενυχτήσω απόψε γがんまιいおたαあるふぁ νにゅーαあるふぁ τελειώσω αυτά τたうαあるふぁ σχέδια.
ενεστώτας plan
γ΄ ενικό ενεστώτα plans
αόριστος planned
παθητική μετοχή planned
ενεργητική μετοχή planning

plan (en)

  1. (μεταβατικό κかっぱαあるふぁιいおた αμετάβατο) σχεδιάζω, προγραμματίζω, κάνω λεπτομερείς ρυθμίσεις γがんまιいおたαあるふぁ κάτι πぱいοおみくろんυうぷしろん θέλω νにゅーαあるふぁ κάνω σしぐまτたうοおみくろん μέλλον
    We’re planning to buy a jeep.
    Σχεδιάζουμε νにゅー' αγοράσουμε ένα τたうζぜーたιいおたπぱい.
    our planned trip to Canada - ηいーた σχεδιαζόμενη επίσκεψή μας σしぐまτたうοおみくろんνにゅー Καναδά
    The broadcast was planned for Sunday.
    Ηいーた εκπομπή ήταν προγραμματισμένη γがんまιいおたαあるふぁ τたうηいーたνにゅー Κυριακή.
    Do you have anything planned for tomorrow?/Have you planned anything for tomorrow?
    Έχετε προγραμματήσει τίποτα γがんまιいおた' αύριο;
     συνώνυμα: → δείτε τたうηいーた λέξη organize
  2. (μεταβατικό κかっぱαあるふぁιいおた αμετάβατο) σχεδιάζω, σκοπεύω ή περιμένω νにゅーαあるふぁ κάνω κάτι
    I plan on starting early.
    Σχεδιάζω/Σκοπεύω νにゅーαあるふぁ ξεκινήσω νωρίς.
    I will give my employer notice that I plan on leaving.
    Θしーたαあるふぁ ειδοποιήσω τたうοおみくろんνにゅー εργοδότη μみゅーοおみくろんυうぷしろん ότι σκοπεύω νにゅーαあるふぁ φύγω.
     συνώνυμα: → δείτε τたうηいーた λέξη intend
  3. (μεταβατικό) σχεδιάζω, κάνω ένα σχέδιο γがんまιいおたαあるふぁ κάτι
    I am planning a new city.
    Σχεδιάζω μみゅーιいおたαあるふぁ νέα πόλη.
     συνώνυμα: design

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]



      ενικός         πληθυντικός  
plan plans

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
plan < ... < λατινική planus
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: → δείτε τたうηいーた λέξη planus

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

plan (fr) αρσενικό

  1. οおみくろん χάρτης
     συνώνυμα: carte, charte
  2. τたうοおみくろん σχέδιο, o σχεδιασμός
  3. (γεωμετρία) τたうοおみくろん επίπεδο



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

plan (pl)αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]