play

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
play plays

play (en)

  1. (μετρήσιμο) τたうοおみくろん θεατρικό έργο
    the plays of Shakespeare - τたうαあるふぁ έργα τたうοおみくろんυうぷしろん Σαίξπηρ
    The director of the play didn’t like the choreography.
    Ηいーた χορογραφία δでるたεいぷしろんνにゅー άρεσε σしぐまτたうοおみくろんνにゅー σκηνοθέτη τたうοおみくろんυうぷしろん θεατρικού έργου.
  2. (μみゅーηいーた μετρήσιμο) τたうοおみくろん παιχνίδι, ηいーた πλάκα, τたうαあるふぁ πράγματα πぱいοおみくろんυうぷしろん κάνουν οおみくろんιいおた άνθρωποι, κかっぱαあるふぁιいおた ειδικά τたうαあるふぁ παιδιά κかっぱιいおた οおみくろんιいおた νέοι, γがんまιいおたαあるふぁ διασκέδαση
    Children are fond of play.
    Τたうαあるふぁ παιδιά αγαπούν τたうοおみくろん παιχνίδι.
    There’s a whole lot of play and no work in this class.
    Όλο πλάκα είναι αυτή ηいーた τάξη κかっぱαあるふぁιいおた καθόλου δουλειά.
    I am at play.
    Παίζω/έχω διάλειμμα (συνήθως σしぐまτたうοおみくろん σχολείο).
  3. (μみゅーηいーた μετρήσιμο, αθλητισμός) τたうοおみくろん παίξιμο ενός αγώνα, ηいーた φάση
    They won the match through good/tough play.
    Κέρδισαν τたうοおみくろん ματς μみゅーεいぷしろん τたうοおみくろん καλό/σκληρό παίξιμο τους.
    He was severely punished, because he his the opposite team’s player out of play.
    Τιμωρήθηκε αυστηρά, γιατί χτύπησε τたうοおみくろんνにゅー αντίπαλο παίκτη εκτός φάσεως.
  4. (μετρήσιμο, αμερικανική σημασία, αθλητισμός) ηいーた φάση σしぐまεいぷしろん ένα άθλημα
    the play of the game - ηいーた φάση τたうοおみくろんυうぷしろん αγώνα
    The TV is showing the main/the most important plays of Sunday’s games.
    Ηいーた τηλεόραση δείχνει τις κυριότερες/σπουδαιότερες φάσεις από τους αγώνες της Κυριακής.
    The referee closely followed the play and let it unfold.
    Οおみくろん διαιτητής παρακολούθησε τたうηいーた φάση από κοντά κかっぱαあるふぁιいおた τたうηいーたνにゅー άφησε νにゅーαあるふぁ εξελιχτεί.
    a game with good plays/poor plays - αγώνας πλούσιος/φτωχός σしぐまεいぷしろん φάσεις
  5. (μみゅーηいーた μετρήσιμο) ηいーた ενέργεια, ηいーた δραστηριότητα ή ηいーた λειτουργία κάτι· ηいーた επιρροή κάποιου σしぐまεいぷしろん κάτι άλλο
    the forces at play which we have no control over - ηいーた ενέργεια δυνάμεων πぱいοおみくろんυうぷしろん δでるたεいぷしろんνにゅー της ελέγχουμε
    It came into play.
    Μπήκε σしぐまεいぷしろん ενέργεια.
    I am putting something into play.
    Βάζω σしぐまεいぷしろん ενέργεια κάτι.
  6. (μみゅーηいーた μετρήσιμο) γがんまιいおたαあるふぁ σχοινί, δυνατότητα ελεύθερης κかっぱαあるふぁιいおた εύκολης μετακίνησης
    Give the rope more play!
    Λάσκαρε λίγο τたうοおみくろん σχοινί!
  7. (μみゅーηいーた μετρήσιμο, λογοτεχνικό) τたうοおみくろん παιχνίδισμα, γがんまιいおたαあるふぁ φως ή χαμόγελο, μみゅーιいおたαあるふぁ ελαφριά, γρήγορη κίνηση πぱいοおみくろんυうぷしろん αλλάζει συνέχεια
    the play of sunlight upon water - τたうοおみくろん παιχνίδισμα τたうοおみくろんυうぷしろん φωτός πάνω σしぐまτたうοおみくろん νερό

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
ενεστώτας play
γ΄ ενικό ενεστώτα plays
αόριστος played
παθητική μετοχή played
ενεργητική μετοχή playing

play (en)

  1. (μεταβατικό κかっぱαあるふぁιいおた αμετάβατο) παίζω, κάνω πράγματα γがんまιいおたαあるふぁ ευχαρίστηση, όπως κάνουν τたうαあるふぁ παιδιά. περνάω καλά, χωρίς δουλειά
    Let’s go outside and play.
    Πάμε έξω νにゅーαあるふぁ παίξουμε.
    They are playing with the dolls.
    Παίζουν μみゅーεいぷしろん τις κούκλες.
  2. (μεταβατικό κかっぱαあるふぁιいおた αμετάβατο) παίζω, προσποιούμαι ότι είμαι ή κάνω κάτι γがんまιいおたαあるふぁ πλάκα
    The children played soldiers.
    Τたうαあるふぁ παιδιά έπαιζαν τους στρατιώτες.
     συνώνυμα: → δείτε τたうηいーた λέξη pretend
  3. (μεταβατικό κかっぱαあるふぁιいおた αμετάβατο) παίζω, συμμετέχω σしぐまεいぷしろん ένα παιχνίδι· συναγωνίζομαι μみゅーεいぷしろん κάποιον σしぐまεいぷしろん ένα παιχνίδι
    I play football/bridge/chess.
    Παίζω ποδόσφαιρο/μπριτζ/σκάκι.
    I’ll play you in/at backgammon/chess.
    Θしーたαあるふぁ σしぐまεいぷしろん παίξω τάβλι/σκάκι.
    She plays fair/hard.
    Παίζει τίμια/σκληρά.
  4. (αμετάβατο) παίζω, παίρνω μみゅーιいおたαあるふぁ συγκεκριμένη θέση σしぐまεいぷしろん μみゅーιいおたαあるふぁ αθλητική ομάδα
    Who’s playing in goal/goalkeeper?
    Ποιος παίζει τέρμα/τερματοφύλακας;
  5. (μεταβατικό, σκάκι) παίζω, μετακινώ ένα πούλι σしぐまτたうοおみくろん σκάκι
    He played a pawn.
    Έπαιξε ένα πιόνι.
  6. (μεταβατικό & αμετάβατο, χαρτοπαίγνιο) παίζω, βάζω ένα χαρτί μみゅーεいぷしろん τたうηいーたνにゅー όψη προς τたうαあるふぁ πάνω σしぐまτたうοおみくろん τραπέζι γがんまιいおたαあるふぁ νにゅーαあるふぁ δείξω τたうηいーたνにゅー αξία τたうοおみくろんυうぷしろん
    She played a trump.
    Έπαιξε ένα ατού.
  7. (μεταβατικό κかっぱαあるふぁιいおた αμετάβατο) παίζω μουσική σしぐまεいぷしろん ένα μουσικό όργανο
    The London Philharmonic is playing at the Herodion tonight.
    Ηいーた Φιλαρμονική τたうοおみくろんυうぷしろん Λονδίνου παίζει σしぐまτたうοおみくろん Ηρώδιο απόψε.
    The band played the National Anthem.
    Ηいーた μπάντα έπαιξε τたうοおみくろんνにゅー Εθνικό Ύμνο.
    He was sitting on the sidewalk playing guitar.
    Καθόταν σしぐまτたうοおみくろん πεζοδρόμιο κかっぱιいおた έπαιζε κιθάρα.
  8. (μεταβατικό) έχω τたうηいーたνにゅー ικανότητα νにゅーαあるふぁ παίζω ένα μουσικό όργανο
    My cousin plays piano very well.
    Ηいーた ξαδέρφη μみゅーοおみくろんυうぷしろん παίζει πιάνο πολύ καλά.
    I play the violin and the flute.
    Παίζω βιολί κかっぱαあるふぁιいおた φλάουτο.
  9. (αμετάβατο) παίζω, γがんまιいおたαあるふぁ ένα τραγούδι, ένα άλμπουμ κかっぱτたうλらむだ. πぱいοおみくろんυうぷしろん ακούγεται
    The radio is playing too loudly, turn it down!
    Τたうοおみくろん ραδιόφωνο παίζει πολύ δυνατά, χαμήλωσέ τたうοおみくろん!
    Which TV channel plays only music?
    Πぱいοおみくろんιいおたοおみくろん κανάλι τηλεόρασης παίζει μόνο μουσική;
  10. (μεταβατικό κかっぱαあるふぁιいおた αμετάβατο) παίζω βίντεο ή ταινία
    What films are playing at the local cinemas?
    Τたうιいおた φふぁいιいおたλらむだμみゅー παίζουν τたうαあるふぁ σινεμά της συνοικίας;
  11. (μεταβατικό κかっぱαあるふぁιいおた αμετάβατο) παίζω σしぐまεいぷしろん θεατρικό έργο, ταινία κかっぱτたうλらむだ.· παίζω τたうοおみくろん ρόλο κάποιου
    He’s playing a part in Hamlet.
    Παίζει σしぐまτたうοおみくろんνにゅー Άμλετ.
    She always plays the role of the maid.
    Παίζει πάντα τたうοおみくろん ρόλο υπηρέτριας.
  12. (μεταβατικό κかっぱαあるふぁιいおた αμετάβατο) προσποιούμαι ότι είμαι κάτι πぱいοおみくろんυうぷしろん δでるたεいぷしろんνにゅー είμαι
    He played dead.
    Προσποιήθηκε τたうοおみくろんνにゅー πεθαμένο.
    He was playing the fool.
    Προσποιούνταν τたうοおみくろんνにゅー ανόητο/τたうοおみくろんνにゅー τρελό.
     συνώνυμα: → δείτε τたうηいーた λέξη pretend
  13. (μεταβατικό, play a role/part) διαδραματίζω ρόλο, έχω επίδραση σしぐまεいぷしろん κάτι
    The Great Powers play an important role in the regional developments.
    Οおみくろんιいおた Μεγάλες Δυνάμεις διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στις περιφερειακές εξελίξεις.
  14. (μεταβατικό) σκαρώνω φάρσες γがんまιいおたαあるふぁ πλάκα
    Sometimes the kids would play tricks on their teacher.
    Μερικές φορές τたうαあるふぁ παιδιά σκάρωναν φάρσες σしぐまτたうοおみくろん δάσκαλό τους.
  15. (μεταβατικό) παίζω, ξεγελάω κάποιον μみゅーεいぷしろん άσχημο τρόπο
    They played a dirty trick on me.
    Μみゅーοおみくろんυうぷしろん έπαιξαν βρόμικο παιχνίδι.
    He played us and took all our money.
    Μας ξεγέλασε κかっぱαあるふぁιいおた μας πήρε όλα τたうαあるふぁ λεφτά.
     συνώνυμα: → δείτε τたうηいーた λέξη deceive
  16. παιχνιδίζω
  17. ρίχνω, κατευθύνω (λらむだ.χかい. τους προβολείς)

Παράγωγα

[επεξεργασία]