plum

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

plum (en) (χωρίς παραθετικά, μόνο πぱいρろーιいおたνにゅー από τたうοおみくろん ουσιαστικό)

  • λουκούμι, γがんまιいおたαあるふぁ μみゅーιいおたαあるふぁ δουλειά κかっぱτたうλらむだ. πぱいοおみくろんυうぷしろん θεωρείται πολύ καλή κかっぱαあるふぁιいおた αξίζει νにゅーαあるふぁ τたうηいーたνにゅー έχω
    This is a plum job.
    Λουκούμι είναι αυτή ηいーた δουλειά.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
plum plums

plum (en)

  1. (φρούτο) τたうοおみくろん δαμάσκηνο
    He swallowed the plum whole.
    Κατάπιε τたうοおみくろん δαμάσκηνο ολόκληρο.
  2. (χρώμα) τたうοおみくろん δαμασκηνί, δαμασκηνής
    a plum blanket - κουβέρτα δαμασκηνί

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]