plum
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]plum (en) (χωρίς παραθετικά, μόνο
- λουκούμι,
γ ι α μ ι α δουλειάκ τ λ .π ο υ θεωρείται πολύ καλήκ α ι αξίζειν α τ η ν έχω- ↪ This is a plum job.
- Λουκούμι είναι αυτή
η δουλειά.
- Λουκούμι είναι αυτή
- ↪ This is a plum job.
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
plum | plums |
plum (en)
- (φρούτο)
τ ο δαμάσκηνο- ↪ He swallowed the plum whole.
- Κατάπιε
τ ο δαμάσκηνο ολόκληρο.
- Κατάπιε
- ↪ He swallowed the plum whole.
- (χρώμα)
τ ο δαμασκηνί, δαμασκηνής- ↪ a plum blanket - κουβέρτα δαμασκηνί