pompier

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pompier (fr) αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pompier (ro) αρσενικό