pop
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]![](https://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/2/29/Data_stack.svg/250px-Data_stack.svg.png)
Επίθετο
[επεξεργασία]pop (en) (χωρίς παραθετικά)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
pop | pops |
pop (en) (μετρήσιμο
- (μετρήσιμο)
ο ήχος 'π ο π ' - (
μ η μετρήσιμο, μουσική)η π ο π ,τ ο καλλιτεχνικό ύφος - (πληροφορική) αφαιρώ στοιχείο από στοίβα (stack) [1]
- (λαϊκότροπο, προφορικό, θωπευτικό)
ο μπαμπάς
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | pop |
γ΄ ενικό ενεστώτα | pops |
αόριστος | popped |
παθητική μετοχή | popped |
ενεργητική μετοχή | popping |
pop (en)
- (μεταβατικό
κ α ι αμετάβατο) εκρήγνυμαι, σκάω - (αμετάβατο, ανεπίσημο) πετιέμαι, περνάω, κάνω σύντομη επίσκεψη, πηγαίνω κάπου κοντά,
σ τ α γρήγορακ α ι βιαστικά- ↪ Pop over to/Pop by the kiosk to get cigarettes.
- Πετάξου ως
τ ο περίπτερον α πάρεις τσιγάρα.
- Πετάξου ως
- ↪ I happened to be passing by and thought I would pop in for a bit to see what you are up to.
- Περνούσα τυχαία
κ ι είπαν α πεταχτώγ ι α λίγον α δ ω τ ι κάνεις.
- Περνούσα τυχαία
- ↪ I popped in to say hello to him.
- Πέρασα
ν α τ ο υ π ω έναγ ε ι α σ ο υ .
- Πέρασα
- ≈ συνώνυμα: → δείτε
τ η λέξη stop by
- ↪ Pop over to/Pop by the kiosk to get cigarettes.
- (μεταβατικό, ανεπίσημο, ειδικά βρετανική σημασία) πετάω, ρίχνω, βάζω κάτι ξαφνικά
μ ε γρήγορη κίνηση- ↪ She popped the letter into a drawer.
- Πέταξε/Έριξε
τ ο γράμμασ ' ένα συρτάρι.
- Πέταξε/Έριξε
- ↪ She popped the letter into a drawer.
- (μεταβατικό) βγάζω σπυρί
- ↪ He popped a bad pimple.
- Έβγαλε ένα κακό σπυρί.
- ↪ He popped a bad pimple.
Παράγωγα
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- pop (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- pop (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- pop (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press.
σ ε λ . 692-695, 697, 770-771. ISBN 9780194325684., λήμμα: περνώ, πετώ, ρίχνω
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ «Εισαγωγή στις γλώσσες προγραμματισμού
μ ε τ η γλώσσα C»,σ ε λ . 182, Τμήμα Μαθηματικώντ ο υ Πανεπιστημίου Αιγαίου. πρόσβαση:27/09/2019
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pop (fr)
Δυτικά φριζικά (fy)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pop (fy)
Φινλανδικά (fi)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pop (fi)
Κατηγορίες:
- Αγγλική γλώσσα
- Επίθετα (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Επίθετα χωρίς παραθετικά (αγγλικά)
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Μουσική (αγγλικά)
- Πληροφορική (αγγλικά)
- Λαϊκότροποι όροι (αγγλικά)
- Προφορικοί όροι (αγγλικά)
- Θωπευτικοί όροι (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ρήματα
π ο υ κλίνονται όπωςτ ο 'stop' (αγγλικά) - Ανεπίσημοι όροι (αγγλικά)
- Βρετανικές σημασίες
γ ι α αγγλικούς όρους (αγγλικά) - Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Δυτική φριζική γλώσσα
- Ουσιαστικά (δυτικά φριζικά)
- Φινλανδική γλώσσα
- Ουσιαστικά (φινλανδικά)