possibly
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | possibly |
συγκριτικός | more possibly |
υπερθετικός | most possibly |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]possibly (en)
- ίσως (
ν α ), πιθανώς, χρησιμοποιείταιγ ι α ν α π ε ι ότι κάτι μπορείν α υπάρχει,ν α συμβεί ήν α είναι αλήθεια, αλλάδ ε ν είμαι σίγουρος - δυνατόν, χρησιμοποιείται
μ ε can/couldγ ι α ν α τονίσω ότι εκπλήσσομαι, εκνευρίζομαικ τ λ .γ ι α κάτι- ↪ How can I possibly ask him to go?
- Πώς είναι δυνατόν
ν α τ ο υ ζητήσων α φύγει;
- Πώς είναι δυνατόν
- ↪ How can I possibly ask him to go?
- δυνατόν, χρησιμοποιείται
μ ε αρνητικά, ειδικά can't/couldn't,γ ι α ν α π ω έντονα ότιδ ε ν μπορών α κάνω κάτι ή ότι κάτιδ ε ν μπορεί ήδ ε ν μπορούσεν α συμβεί ήν α γίνει- ↪ I can’t possibly do such a thing.
Δ ε ν είναι δυνατόνν α κάνω τέτοιο πράγμα.
- ↪ I can’t possibly do such a thing.