potential

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

potential (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. δυνατός, μみゅーεいぷしろん δύναμη κかっぱαあるふぁιいおた ενεργητικότητα
  2. ενδεχόμενος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
potential potentials

potential (en)

  1. (μみゅーηいーた μετρήσιμο) ηいーた δυνατότητα, τたうοおみくろん δυναμικό
    Skyros has great/limitless development potential.
    Ηいーた Σκύρος έχει μεγάλες/απεριόριστες δυνατότητες ανάπτυξης.
    I am realizing my full potential.
    Αξιοποιώ όλο τたうοおみくろん δυναμικό μみゅーοおみくろんυうぷしろん.
     συνώνυμα:  promise
  2. (φυσική, μετρήσιμο κかっぱαあるふぁιいおた μみゅーηいーた μετρήσιμο) ηいーた δυναμική, τたうοおみくろん δυναμικό
    electric potential - ηλεκτρικό δυναμικό