purr

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
ενεστώτας purr
γ΄ ενικό ενεστώτα purrs
αόριστος purred
παθητική μετοχή purred
ενεργητική μετοχή purring

purr (en)

  • (αμετάβατο) γουργουρίζω, γがんまιいおたαあるふぁ γάτα ηいーた οποία κάνει χαμηλό συνεχή ήχο σしぐまτたうοおみくろん λαιμό, ειδικά όταν είναι χαρούμενη ή άνετη, ή γがんまιいおたαあるふぁ πρόσωπο πぱいοおみくろんυうぷしろん κάνει παρόμοιο ήχο
    The cat was half-asleep purring.
    Οおみくろん γάτος μισοκοιμόταν γουργουρίζοντας.
    My cat/my grandpa purred contentedly.
    Οおみくろん γάτος μみゅーοおみくろんυうぷしろん/Οおみくろん παππούς μみゅーοおみくろんυうぷしろん γουργούριζε ευχαριστημένος.