put up

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
Αυτή ηいーた σελίδα μπήκε σしぐまτたうοおみくろんνにゅー κατάλογο τたうωおめがνにゅー σελίδων πぱいοおみくろんυうぷしろん χρειάζονται επιμέλεια κかっぱαあるふぁιいおた έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε τたうοおみくろん λήμμα κかっぱαあるふぁιいおた βγάλτε αυτή τたうηいーたνにゅー ετικέτα εάν θεωρείτε ότι τたうοおみくろん λήμμα ανταποκρίνεται σしぐまτたうαあるふぁ κριτήρια τたうοおみくろんυうぷしろん Βικιλεξικού.

Γがんまιいおたαあるふぁ έλεγχο. Rewrite the following Σημειώσεις with example, preferably at a Grammar Appendix: put up something, put somthing up, put it up, put up a fight!

Τたうοおみくろん αντικείμενο στις σημασίες 1-5 μπορεί νにゅーαあるふぁ μみゅーπぱいεいぷしろんιいおた πぱいρろーιいおたνにゅー ή μετά τたうοおみくろん μόριο out. Εάν όμως είναι αντωνυμία, πρέπει νにゅーαあるふぁ μみゅーπぱいεいぷしろんιいおた πぱいρろーιいおたνにゅー.

Σしぐまτたうηいーた σημασία 6 τたうοおみくろん αντικείμενο πρέπει νにゅーαあるふぁ μみゅーπぱいεいぷしろんιいおた μετά τたうοおみくろん μόριο.
‑‑Sarri.greek  | 16:30, 25 Οκτωβρίου 2022 (UTC).


ενεστώτας put up
γ΄ ενικό ενεστώτα puts up
αόριστος put up
παθητική μετοχή put up
ενεργητική μετοχή putting up

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
put up < → δείτε τις λέξεις put κかっぱαあるふぁιいおた up

put up (en)

  1. (μεταβατικό, ιδιωματισμός) παρουσιάζω, προβάλλω αντίσταση, δείχνω ένα συγκεκριμένο επίπεδο δεξιοτήτων, αποφασιστικότητας κかっぱτたうλらむだ. σしぐまεいぷしろん έναν αγώνα ή διαγωνισμό
    they put up resistance - παρουσίασαν/πρόβαλαν αντίσταση
     συνώνυμα: present, → κかっぱαあるふぁιいおた δείτε τたうοおみくろんνにゅー όρο put up a fight
  2. προτείνω μみゅーιいおたαあるふぁ ιδέα κかっぱτたうλらむだ. γがんまιいおたαあるふぁ νにゅーαあるふぁ συζητήσουν οおみくろんιいおた άλλοι
    Can I put your name up for chairman?
    Μπορώ νにゅーαあるふぁ σしぐまεいぷしろん προτείνω γがんまιいおたαあるふぁ πρόεδρο;
     συνώνυμα: → δείτε τたうηいーた λέξη propose
  3. (μεταβατικό) τοποθετώ, βάζω σしぐまεいぷしろん ψηλότερη θέση
    put it up on the shelf -
    βάλ' τたうοおみくろん σしぐまτたうοおみくろん ράφι
     συνώνυμα: → δείτε τたうηいーた λέξη put
  4. (μεταβατικό) κρεμάω, αναρτώ
    I put up paintings on the walls - κρεμάω πίνακες στους τοίχους
     συνώνυμα: hang
  5. (μεταβατικό, ιδιωματισμός) (+to) σπρώχνω κάποιον νにゅーαあるふぁ κάνει κάτι
    His friends put him up to stealing the apples.
    Οおみくろんιいおた φίλοι τたうοおみくろんυうぷしろん τたうοおみくろんνにゅー έσπρωξαν νにゅーαあるふぁ κλέψει τたうαあるふぁ μήλα.
     συνώνυμα: → δείτε τたうηいーた λέξη dare
  6. (μεταβατικό, ιδιωματισμός) βάζω κάτι σしぐまτたうηいーた θέση τたうοおみくろんυうぷしろん γがんまιいおたαあるふぁ νにゅーαあるふぁ τたうοおみくろん χρησιμοποιήσω αργότερα
    put it up back in its place! -
    βάλ' τたうοおみくろん πίσω σしぐまτたうηいーた θέση τたうοおみくろんυうぷしろん!
     συνώνυμα: put, store
  7. (μεταβατικό, ιδιωματισμός) φιλοξενώ, τακτοποιώ
    they put us up in a hotel - μας τακτοποίησαν σしぐま’ένα ξενοδοχείο
     συνώνυμα: → δείτε τたうηいーた λέξη shelter

Συγγενικά

[επεξεργασία]