rapida
Μετάβαση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rapida | rapidaj |
αιτιατική | rapidan | rapidajn |
rapida (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rapida | rapidaj |
αιτιατική | rapidan | rapidajn |
rapida (eo)